δημοσιεύσῃς

δημοσιεύσῃς
δημοσιεύω
make public
aor subj act 2nd sg
δημοσιόω
confiscate
pres part act fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… …   Dictionary of Greek

  • αποκλειστικότητα — η 1. η ιδιότητα του αποκλειστικού δικαιώματος 2. φρ. «έχω την αποκλειστικότητα της εκμετάλλευσης έργου, πώλησης προϊόντος, έκδοσης βιβλίων, δημοσίευσης άρθρων κ.λπ.». [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκλειστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Γεώργιο Α. Ράλλη …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • κιτρινισμός — ο η εντυπωσιακή, λ.χ. με πηχιαίους τίτλους, με πολύχρωμα σκίτσα και με πολλές φωτογραφίες, προβολή μακάβριων θεμάτων και ο σκόπιμα ωμός και προκλητικός τρόπος δημοσίευσης σκανδάλων, κυρίως σεξουαλικών, από ένα έντυπο, με σκοπό την προσέλκυση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • ένδικα μέσα — Τα δικαστικά μέσα που παρέχει ο νόμος σε ορισμένα πρόσωπα –διαδίκους ή τρίτους– τα οποία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τις αποφάσεις είτε στο ίδιο δικαστήριο που πήρε την απόφαση (ανακοπή, επανάληψη διαδικασίας, αναψηλάφηση) είτε σε άλλο… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Μακφέρσον, Τζέιμς — (James Macpherson, Ρούθβεν 1736 – Μπελβίλ 1796). Σκοτσέζος συγγραφέας και ποιητής. Αφοσιώθηκε στη μελέτη της αρχαίας γαελικής ποίησης, δεν ανακάλυψε όμως παρά μόνο ένα μικρό και ασήμαντο απόσπασμα. Μεταξύ 1760 και 1763 εξέδωσε έναν τόμο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”